προσάλληλος

προσάλληλος
προσάλληλος
one with
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προσάλληλος — ον, Α 1. ο ένας μαζί με τον άλλο ή ο ένας εναντίον τού άλλου 2. αρμόδιος ή πρόσφορος («προσάλληλος καρπὸς τόπῳ», Θεόφρ.) 3. αμοιβαίος 4. σχετικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + άλληλος (< ἀλλήλων*), πρβλ. κατ άλληλος, παρ άλληλος] …   Dictionary of Greek

  • προσάλληλον — προσάλληλος one with masc/fem acc sg προσάλληλος one with neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαλλήλου — προσάλληλος one with masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαλλήλους — προσάλληλος one with masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσάλληλα — προσάλληλος one with neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση πρός και εμφανίζει τις εξής σημασίες: α) επίταση ή επαύξηση τής σημ. τού β συνθετικού (πρβλ. προσ αυξάνω, προσ έτι, προσ θέτω, πρόσ οδος, προσ φιλής, πρόσ χαρος) β) την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”